Σελίδες
- ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΟΙ ΤΟΥ Ο.Α.Ε.Ε. (Επίσημο Site)
- Αρχική
- ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΝΕΑ ΜΕΛΗ
- ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
- ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΩΝ
- ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ / ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
- ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
- Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ "ΕΜΕΙΣ"
- ΑΓΩΝΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ
- Η ΙΣΧΥΣ ΕΝ ΤΗ ΕΝΩΣΕΙ
- ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ Ο.Α.Ε.Ε.
- Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ Ο.Α.Ε.Ε. (ΤΕΒΕ - ΤΑΕ κλπ)
- ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΡΩΣΤΑΜΕ
- ΠΟΙΟΙ ΤΑ ΕΦΑΓΑΝ
- ΦΕΪΓ - ΒΟΛΑΝ
- ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
- ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ «ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΟΥΣ ΤΟΥ Ο.Α.Ε.Ε.»
- Οι ανασφάλιστοι στο WEB
- ΙΑΤΡΟΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΓΙΑ ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΟΥΣ
- ΟΜΑΔΑ ΚΡΟΥΣΗΣ
- ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΔΡΑΣΕΩΝ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ BOMBA: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΕΛΟΣ ΧΤΥΠΗΣΕ ΤΗ ΛΕΡΝΑΙΑ ΥΔΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ. ..η μάχη συνεχίζεται…
Στις 30/9/14, ξεκίνησε η Δίκη του Κάφκα με πραγματικά πλέον γεγονότα,
δια της κατάθεσης μιας Ανακοπής-προσφυγής 250 σελίδων, που απογυμνώνει
πλήρως τις προθέσεις της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας,
αποκαλύπτοντας ότι στην Ελλάδα έχουν απενεργοποιηθεί σχεδόν στο σύνολό
τους τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως αυτά ορίζονται από το
Σύνταγμά μας και το Διεθνές Δίκαιο. Ότι επιχειρείται η δήμευση της
περιουσίας των Ελλήνων, με αντισυνταγματικές διατάξεις νόμων, ότι
επιχειρείται ο περιορισμός του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ο
περιορισμός του δικαιώματος της ζωής μας, της ελευθερίας και της
περιουσίας, και ότι εν τέλει, επιχειρείται η κατάλυση του Συντάγματος με
τη βία, ενεργοποιώντας το θεμελιώδες δικαίωμα και τη θεμελιώδη
υποχρέωση της αντίδρασής μας με κάθε μέσο. Ότι η οριζόμενη δια του
άρθρου 120 παρ.2 και 4 ως θεμελιώδης νομική υποχρέωση, όλων των ελλήνων
που διαθέτουν πατριωτισμό, αποτελεί μια υποχρέωση ενάσκησης καθήκοντος
μέχρι αυτοθυσίας, για την προστασία του Συντάγματος, του δημοκρατικού
πολιτεύματος, της πατρίδας και της ελευθερίας. Μια υποχρέωση με αυξημένη
νομική ισχύ, που δεν μπορεί να ανακοπεί από καμιά μορφή εξουσίας και
καμία διάταξη νόμου.
Θέτοντας
έτσι τα πράγματα, το πρώτο στάδιο της «Δικής του Κάφκα με πραγματικά
γεγονότα», της δίκης με την οποία προκαλώ σε μονομαχία ως διάδικο το
Κράτος, προκειμένου να σχίσω την δημοκρατική του επικάλυψη ανεξαρτήτως
του αν κερδίσω ή χάσω, ξεκίνησε καλά. Στις 10/10/14, κέρδισα την
προσωρινή διαταγή δια της οποίας η Δικαιοσύνη προστάτευσε την ακίνητή
μου περιουσία στο σύνολό της, διέταξε την αναστολή εκτέλεσης όλων των
προσβαλλόμενων πράξεων, ούτε μιας ούτε δύο αλλά δέκα, και υποχρέωσε το
Υπουργείο Οικονομικών να μου εκδώσει φορολογική ενημερότητα, για κάθε
ενδεχόμενη χρήση, κυρίως για λόγους τιμής. Πλέον είμαστε φορολογικά
ενήμεροι, εγώ και η εφορία, ως προς το γεγονός ότι η μάχη άρχισε, και
ότι το πρώτο δηλητηριώδες βέλος μου χτύπησε τη Λερναία Ύδρα κατ’ ευθείαν
στην καρδιά.
Η αναμονή, που ομολογουμένως θα μας ταλαιπωρήσει, αυξάνοντας όμως
σταδιακά τη γοητεία της Νίκης, θα διαρκέσει όσο διαρκούν τα
σπαρταρίσματα. Προς το παρόν είμαστε λίγοι, ο εμψυχωτής Αλκαίος Ιωάννης,
οι νομικοί, Θανάσης Αλαμπάσης, Γεώργιος Κόκκας, Μαριέλλα Κοσμίδου, η
Κίνηση Ακομμάτιστων Πολιτών Αγρινίου, η Ελένη Βνάτσιου, ο Σωτήρης
Τηγανίτας, σκόρπιος Λαός που οι σκοτεινές δυνάμεις του έκλεισαν το
στόμα, αλλά σύντομα θα γίνουμε πολλοί, για να απολαύσουμε την αποξήλωση
του γόρδιου δεσμού με τον οποίον η εξουσία νόμισε ότι θα μας δέσει.
Ιωάννης Αλκαίος – κ.α.π.α.
____________________________
http://anasfalistoi-oaee.gr/?p=360
http://wp.me/p1QIo0-79S
Μπλόκο στα δικαστικά έξοδα
Νέο χτύπημα στους μνημονιακούς νόμους που εκτόξευσαν στα ύψη το κόστος
απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας έρχεται από το Πρωτοδικείο Αθηνών.
Το δικαστήριο βάζει μπλόκο στα υπέρογκα δικαστικά έξοδα που επιβλήθηκαν
σε όσους προσφεύγουν για να βρουν το δίκιο τους, ανοίγοντας το δρόμο
για την κατάργηση των ρυθμίσεων που έχουν μετατρέψει τη Δικαιοσύνη σε
εισπρακτικό μηχανισμό.
Οι χρεώσεις είναι παράνομες και δεν πρέπει να εφαρμοστούν, διότι όχι μόνον δυσχεραίνουν αλλά καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση του πολίτη στα δικαστήρια, σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης, είναι το διά ταύτα της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ.αριθμ.136/2013).
Η απόφαση
Υπό δικαστική κρίση μπήκε η ρύθμιση που αυξάνει από 4% σε 8 % το δικαστικό ένσημο για τις αγωγές (υπολογίζεται επί της αξίας του αντικειμένου) και όλα τα δικόγραφα που κατατίθενται στα δικαστήρια. Με βάση το νέο καθεστώς, ένας πολίτης που έχει καταθέσει μια αγωγή, ζητώντας να του αναγνωριστεί π.χ. η καταβολή αποζημίωσης για ηθική βλάβη, υποχρεώνεται σε πολλαπλή καταβολή του δικαστικού ενσήμου για τις προτάσεις, τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, την άσκηση ένδικων μέσων, τις κλήσεις που αφορούν την ίδια υπόθεση. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερο ποσό διεκδικεί τόσο αυξάνει και το αγωγόσημο, που πρέπει να προκαταβάλει, γεγονός που αποθαρρύνει όσους δεν έχουν παχυλή τσέπη να διεκδικούν αποζημιώσεις.
Η απόφαση, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων από τον πρόεδρο Πρωτοδικών Χρ. Σεβαστίδη, επικαλείται τόσο το άρθρο 20 παρ 1 του Συντάγματος αλλά και το άρθρο 6 παρ 1 της ΕΣΔΑ. Τι ορίζουν; Οτι ναι μεν επιτρέπεται στον νομοθέτη να θεσπίζει προϋποθέσεις για την παροχή προστασίας από τα δικαστήρια, αλλά αυτές θα πρέπει να είναι ανάλογες με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και κυρίως να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέρα από τα οποία θα συνεπάγονταν την κατάλυση του ατομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
Αναφέρεται συγκεκριμένα:
* Η καταβολή δικαστικού ενσήμου -και μάλιστα σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα- για κάθε άλλο δικόγραφο, πλην της αγωγής, θα επιφέρει τεράστια οικονομική επιβάρυνση στον Ελληνα πολίτη και ουσιαστικά θα του στερήσει τη δυνατότητα παροχής έννομης προστασίας, δεδομένης μάλιστα και της οικονομικής ύφεσης και της τεράστιας συρρίκνωσης των εισοδημάτων.
* Η αύξηση του δικαστικού ενσήμου και η επέκτασή του όχι μόνο στα δικόγραφα της αγωγής αλλά και σε κάθε άλλο δικόγραφο είναι προφανές ότι γίνεται για λόγους εισπρακτικούς και δεν συνάδει με τη λειτουργία των δικαστηρίων, αφού το λειτουργικό κόστος της Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου- Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Εγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016»).
Το δικαστήριο, πηγαίνοντας κόντρα στη νομοθετική πρόβλεψη, αποφαίνεται ότι οι πολίτες μπορούν να καταθέτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων χωρίς να καταβάλλουν το δικαστικό ένσημο, αφού τα ασφαλιστικά μετρα, εκ της φύσεώς τους, δεν οδηγούν σε οριστική κρίση επί της ένδικης διαφοράς, αλλά παρέχουν προσωρινή δικαστική προστασία και συνήθως ακολουθούνται από την άσκηση αγωγής, για την οποία και καταβάλλεται το αντίστοιχο δικαστικό ένσημο.
Στην επίδικη περίπτωση με την αίτηση ζητούνταν να επιδικαστεί σε διαζευγμένη προσωρινή διατροφή ύψους 725 ευρώ μηνιαίως, λόγω αδυναμίας να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της.
Σχολιάζοντας την απόφαση, ο συνταγματολόγος Γ. Κατρούγκαλος αναφέρει ότι πράγματι «η ελληνική Δικαιοσύνη αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα ιδιαίτερα βραδείας εκδίκασης των υποθέσεων που χειρίζεται, ειδικά στον τομέα των διοικητικών δικαστηρίων». Τονίζει όμως ότι «δεν είναι ορθός συνταγματικά τρόπος θεραπείας του προβλήματος να καθίσταται η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη από δυσχερής έως αδύνατη για όσους δεν είναι οικονομικά ισχυροί. Και η αρνησιδικία λόγω της καθυστέρησης αλλά και η αδυναμία πρόσβασης στη Δικαιοσύνη ουσιαστικά καταργούν το δικαίωμα στη δικαστική προστασία. Υπάρχουν τρόποι ούτως ώστε και η δικαιοσύνη να απονέμεται εγκαίρως και να μην είναι υπόθεση μόνον των πλούσιων και ισχυρών».
Οι χρεώσεις είναι παράνομες και δεν πρέπει να εφαρμοστούν, διότι όχι μόνον δυσχεραίνουν αλλά καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση του πολίτη στα δικαστήρια, σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης, είναι το διά ταύτα της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ.αριθμ.136/2013).
Η απόφαση
Υπό δικαστική κρίση μπήκε η ρύθμιση που αυξάνει από 4% σε 8 % το δικαστικό ένσημο για τις αγωγές (υπολογίζεται επί της αξίας του αντικειμένου) και όλα τα δικόγραφα που κατατίθενται στα δικαστήρια. Με βάση το νέο καθεστώς, ένας πολίτης που έχει καταθέσει μια αγωγή, ζητώντας να του αναγνωριστεί π.χ. η καταβολή αποζημίωσης για ηθική βλάβη, υποχρεώνεται σε πολλαπλή καταβολή του δικαστικού ενσήμου για τις προτάσεις, τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, την άσκηση ένδικων μέσων, τις κλήσεις που αφορούν την ίδια υπόθεση. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερο ποσό διεκδικεί τόσο αυξάνει και το αγωγόσημο, που πρέπει να προκαταβάλει, γεγονός που αποθαρρύνει όσους δεν έχουν παχυλή τσέπη να διεκδικούν αποζημιώσεις.
Η απόφαση, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων από τον πρόεδρο Πρωτοδικών Χρ. Σεβαστίδη, επικαλείται τόσο το άρθρο 20 παρ 1 του Συντάγματος αλλά και το άρθρο 6 παρ 1 της ΕΣΔΑ. Τι ορίζουν; Οτι ναι μεν επιτρέπεται στον νομοθέτη να θεσπίζει προϋποθέσεις για την παροχή προστασίας από τα δικαστήρια, αλλά αυτές θα πρέπει να είναι ανάλογες με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και κυρίως να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέρα από τα οποία θα συνεπάγονταν την κατάλυση του ατομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
Αναφέρεται συγκεκριμένα:
* Η καταβολή δικαστικού ενσήμου -και μάλιστα σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα- για κάθε άλλο δικόγραφο, πλην της αγωγής, θα επιφέρει τεράστια οικονομική επιβάρυνση στον Ελληνα πολίτη και ουσιαστικά θα του στερήσει τη δυνατότητα παροχής έννομης προστασίας, δεδομένης μάλιστα και της οικονομικής ύφεσης και της τεράστιας συρρίκνωσης των εισοδημάτων.
* Η αύξηση του δικαστικού ενσήμου και η επέκτασή του όχι μόνο στα δικόγραφα της αγωγής αλλά και σε κάθε άλλο δικόγραφο είναι προφανές ότι γίνεται για λόγους εισπρακτικούς και δεν συνάδει με τη λειτουργία των δικαστηρίων, αφού το λειτουργικό κόστος της Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου- Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Εγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016»).
Το δικαστήριο, πηγαίνοντας κόντρα στη νομοθετική πρόβλεψη, αποφαίνεται ότι οι πολίτες μπορούν να καταθέτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων χωρίς να καταβάλλουν το δικαστικό ένσημο, αφού τα ασφαλιστικά μετρα, εκ της φύσεώς τους, δεν οδηγούν σε οριστική κρίση επί της ένδικης διαφοράς, αλλά παρέχουν προσωρινή δικαστική προστασία και συνήθως ακολουθούνται από την άσκηση αγωγής, για την οποία και καταβάλλεται το αντίστοιχο δικαστικό ένσημο.
Στην επίδικη περίπτωση με την αίτηση ζητούνταν να επιδικαστεί σε διαζευγμένη προσωρινή διατροφή ύψους 725 ευρώ μηνιαίως, λόγω αδυναμίας να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της.
Σχολιάζοντας την απόφαση, ο συνταγματολόγος Γ. Κατρούγκαλος αναφέρει ότι πράγματι «η ελληνική Δικαιοσύνη αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα ιδιαίτερα βραδείας εκδίκασης των υποθέσεων που χειρίζεται, ειδικά στον τομέα των διοικητικών δικαστηρίων». Τονίζει όμως ότι «δεν είναι ορθός συνταγματικά τρόπος θεραπείας του προβλήματος να καθίσταται η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη από δυσχερής έως αδύνατη για όσους δεν είναι οικονομικά ισχυροί. Και η αρνησιδικία λόγω της καθυστέρησης αλλά και η αδυναμία πρόσβασης στη Δικαιοσύνη ουσιαστικά καταργούν το δικαίωμα στη δικαστική προστασία. Υπάρχουν τρόποι ούτως ώστε και η δικαιοσύνη να απονέμεται εγκαίρως και να μην είναι υπόθεση μόνον των πλούσιων και ισχυρών».
ΠΛΗΜΜ ΚΑΤΕΡ 196/2014: Αντισυνταγματικότητα των διατάξεων (άρθρο 3 ν. 3943/11) που χαρακτηρίζουν το αδίκημα αυτό ως διαρκές και υπάγουν την εκδίκασή του στην αυτόφωρη διαδικασία.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
Συνεδρίαση της 03ης Φεβρουάριου 2014
ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: Κασσιανή Μπουροδήμου Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης, Ιωάννης Μαμαδάς Πλημμελειοδίκης, Μαρία Δουλάμη Πάρεδρος Πρωτοδικείου (Επειδή κωλύονται οι τακτικοί δικαστές) Ορίστηκε με την αρ. 6/2014 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Κατερίνης Δήμητρα Τσιαρδακλή Αντεισαγγελέας (Επειδή κωλύεται ο Εισαγγελέας) Βασιλική Χωρίκη Γραμματέας
Κατηγορούμενος: ..... ....... Κάτοικος: Κατερίνης Πιερίας Παρών Πράξη: Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ Στη σημερινή συνεδρίαση του Δικαστηρίου, που έγινε δημόσια στο ακροατήριό του κατά τη διαδικασία του αυτοφώρου ύστερα από αναβολή της υπόθεσης κατ` άρθρο 423 παρ. 1 ΚΠΔ, η Προεδρεύουσα εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου ο οποίος εμφανίστηκε, ρωτήθηκε από την Προεδρεύουσα για τα στοιχεία της ταυτότητάς του και είπε ότι ονομάζεται όπως αναφέρεται πιο πάνω και ότι διορίζει συνήγορο υπεράσπισης του τον παρόντα δικηγόρο Κατερίνης Εμμανουήλ Παπά. Η Προεδρεύουσα είπε στον κατηγορούμενο ν` ακούσει με προσοχή την κατηγορία και να παρακολουθήσει τη συζήτηση στο ακροατήριο. Επίσης του είπε ότι έχει δικαίωμα να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του ύστερα από την εξέταση κάθε μάρτυρα και την έρευνα κάθε αποδεικτικού μέσου. Στη συνέχεια έλαβε το λόγο η Εισαγγελέας, η οποία συνοπτικά ανέφερε την πράξη για την οποία κατηγορεί ο κατηγορούμενος. Επίσης είπε, για να υποστηρίξει την κατηγορία να αναγνωστούν τα έγγραφα που αναφέρονται στο τέλος του κατηγορητηρίου. Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο συνήγορος του κατηγορουμένου και ζήτησε την αναβολή της δίκης και είπε: Η διάταξη του άρθρου 3 του ν. 3943/2011, με την οποία αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και ορίζεται ότι χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής και στην ουσία χαρακτηρίζει διαρκές το αδίκημα μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, είναι αντίθετη στα άρθρα 2 παρ. 1 και 7 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και σε θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου. Στην υπ’αριθ. 1/2011 ερμηνευτική εγκύκλιο που είχε εκδώσει ο κ. αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου όταν θεσπίστηκε το αυτόφωρο αναφέρει ότι «η συμβατότητα της ρύθμισης με τα άρθρα του συντάγματος θα κριθεί στην πράξη από τα δικαστήρια». Ζητώ από το δικαστήριό σας α) να κρίνει την ως άνω διάταξη αντισυνταγματική και αντίθετη σε θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου, β) να κρίνει ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, γ) να παραπέμψει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία κατ’ άρθρο 424 ΚΠΔ άλλως να αναβληθεί η υπόθεση εντός δεκαπενθημέρου. Στο σημείο αυτό πήρε το λόγο η Εισαγγελέας και πρότεινε να αναβληθεί η δίκη για την 01-10- 2014 και ώρα 09:00`. Στη συνέχεια το Δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη, στην οποία παραβρέθηκε και η Γραμματέας, εξέδωσε την παρακάτω απόφαση την οποία η Προεδρεύουσα δημοσίευσε αμέσως σε δημόσια συνεδρίαση : ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Από την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3 και 6 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης κατοχύρωσε την προστασία της προσωπικής ελευθερίας υπό την ειδικότερη μορφή της προσωπικής ασφάλειας (βλ. σχ. Μάνεση, Συνταγματικά Δικαιώματα, α` ατομικές ελευθερίες-πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ` έκδοση, σελ. 173). Στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης συνταγματικά αυτής προστασίας του ατόμου από αυθαίρετες καταδιώξεις, συλλήψεις και φυλακίσεις από μέρους της κρατικής εξουσίας, προκειμένου να λάβει νομότυπα χώρα η σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η σύλληψη να βρίσκει έρεισμα σε διάταξη νόμου και (β) να εκτελείται με βάση δικαστικό ένταλμα, δηλαδή ένταλμα, το οποίο έχει εκδοθεί από κρατικό όργανο που κατά το Σύνταγμα και την κείμενη νομοθεσία αναγνωρίζεται ως δικαστική αρχή και περιβάλλεται με όλες τις εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 87-91 του Συντάγματος (βλ. σχ. Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2002, σελ. 216). Το ένταλμα αυτό πρέπει να είναι αιτιολογημένο, να μνημονεύει δηλαδή με ακρίβεια τα στοιχεία του προσώπου που πρόκειται να συλληφθεί (όνομα, επώνυμο, κατοικία, περιγραφή) και να επιδίδεται στο τελευταίο κατά τη στιγμή της σύλληψής του (βλ. Μάνεση, ό.π., σελ. 180). Επομένως, τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας στερούνται της δυνατότητας να προβούν με δική τους πρωτοβουλία στη σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά κάμπτεται στην περίπτωση του αυτόφωρου εγκλήματος (βλ. Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2008, άρθρο 242, αριθ. 2, σελ. 466). Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Συντάγματος δεν περιέχει αυθεντικό ορισμό της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, αλλά αντίθετα επαφίεται για αυτόν στον κοινό νομοθέτη (βλ. Μάνεση, ό.π., σελ. 180). Ήδη από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 ΚΠΔ ορίζεται ότι προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα έγκλημα ως αυτόφωρο πρέπει να συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) να καταληφθεί κατά το χρονικό σημείο της διάπραξής του ή (β) να έχει τελεστεί πρόσφατα, περίπτωση η οποία συντρέχει, ιδίως όταν ο δράστης καταδιώκεται μετά τη διάπραξη του εγκλήματος από τη δημόσια δύναμη ή τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε κατέχοντας αντικείμενα ή φέροντας ίχνη, από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. Η πρώτη από τις παραπάνω περιπτώσεις αφορά το γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα, ενώ στη δεύτερη από αυτές πρόκειται για την οιονεί ή καταχρηστική μορφή του, στην οποία όμως τίθεται από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠΔ συγκεκριμένο χρονικό όριο, το οποίο συμπίπτει με την παρέλευση της επομένης ημέρας από την τέλεση της πράξης (βλ. σχ. Καλφέλη-Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία-Ειδικές Διαδικασίες, Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία-Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως, 1998, σελ. 47επ. και 65επ.). Επομένως, ενόψει της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας αλλά και του τεκμηρίου αθωότητας ο νομοθέτης υπήγαγε στην έννοια του αυτόφωρου εγκλήματος μόνον εκείνες τις αξιόποινες πράξεις, το χρονικό σημείο της κατάληψης του δράστη των οποίων τελεί σε στενή εγγύτητα προς το χρονικό σημείο της διάπραξής τους, καθώς η χρονική αυτή εγγύτητα έχει ως συνέπεια τη δυνατότητα ταχείας συλλογής των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Η αποδεικτική αυτή ευχέρεια απόδοσης της τέλεσης των παραπάνω αξιόποινων πράξεων στο πρόσωπο του δράστη τους, η οποία αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, δικαιολογεί την άρση της απαγόρευσης της σύλληψης του τελευταίου χωρίς την προηγούμενη έκδοση δικαστικού εντάλματος και την κάμψη του τεκμηρίου της αθωότητάς του χάριν της ταχείας αποκατάστασης της έννομης τάξης και της αποτελεσματικότερης προστασίας των εννόμων αγαθών και συνιστά περιορισμό των σχετικών δικαιωμάτων του ο οποίος δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή ρητά κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Με βάση όσα εκτίθενται ανωτέρω προκύπτει ότι στο πλαίσιο της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας του ατόμου και του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, ο νομοθέτης πρέπει να επιδεικνύει ιδιαίτερη φειδώ ως προς τον καθορισμό της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, ώστε σε αυτή να περιλαμβάνονται μόνον οι περιπτώσεις εκείνες των αξιόποινων πράξεων, οι οποίες λόγω της κατάληψης του δράστη τους κατά τη διάρκεια της διάπραξής τους ή εντός σύντομου χρονικού διαστήματος μετά από αυτήν δύνανται με ευχέρεια να αποδοθούν στον τελευταίο. Αντίθετα, οποιαδήποτε νομοθετική απόπειρα διεύρυνσης της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, με σκοπό να καταστεί δυνατή η χωρίς τις εγγυήσεις της δικαστικής εξουσίας σύλληψη του φερόμενου ως δράστη του, συνιστά ευθεία παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3, 6 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, προσβάλλει δε παράλληλα και το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται από την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. II. Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία κατοχυρώνεται στην ελληνική έννομη τάξη η βασική αρχή του ποινικού δικαίου «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς νόμο (nullum crimen nulla poena sine lege), προκύπτει η δέσμευση της κρατικής εξουσίας και στις τρεις λειτουργίες της (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) να διατηρεί διαρκώς τυποποιημένο το ποινικό φαινόμενο σε ολόκληρη την έκταση του τριπτύχου που το συνθέτει (έννομο αγαθό, έγκλημα, ποινή) (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο-Γενική Θεωρία, 2004, σελ. 33επ.). Ειδικότερα, από την παραπάνω συνταγματική διάταξη απορρέει η υποχρέωση της νομοθετικής λειτουργίας στο πλαίσιο της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου να ορίζει τα στοιχεία της πράξης που τυποποιείται ως αξιόποινη. Η υποχρέωση αυτή έχει μεταξύ άλλων ένα θετικό περιεχόμενο, το οποίο συνίσταται στην υποχρέωση ακριβούς προσδιορισμού των στοιχείων της αξιόποινης πράξης (nullum crimen nulla poena sine lege certa), και αφετέρου ένα αρνητικό περιεχόμενο, το οποίο συνίσταται στην απαγόρευση επέκτασης του αξιόποινου χαρακτήρα μίας συμπεριφοράς πέραν των στοιχείων που συγκροτούν τη νομοτυπική μορφή του τυποποιούμενου εγκλήματος. Δηλαδή ο νομοθέτης υποχρεούται αφενός να προσδιορίζει με σαφήνεια τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της προσβολής του εννόμου αγαθού, την οποία τυποποιεί ως αξιόποινη, ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες σχετικά με το ακριβές περιεχόμενό της (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 38 και επίσης Ανδρουλάκη, Nullum crimen sine lege certa, ΠοινΧρ ΚΓ`. 513επ.) και αφετέρου να περιορίσει τον αξιόποινο χαρακτήρα μίας συμπεριφοράς στην έκταση, η οποία προκύπτει από την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος. Από την άλλη η δικαστική λειτουργία έχει την υποχρέωση να μην εφαρμόζει οποιονδήποτε κανόνα δικαίου, ο οποίος τυποποιεί ως έγκλημα μία συμπεριφορά, εφόσον ο τελευταίος δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις (βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 42επ.). III. Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου συνάγεται ότι στο πλαίσιο της εξασφάλισης του δικαιώματος προς παροχή δικαστικής προστασίας και της διασφάλισης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ο κατηγορούμενος σε ποινική δίκη, ο οποίος βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, καθώς εναντίον του στρέφεται ο κατασταλτικός μηχανισμός της Πολιτείας διαθέτει μεταξύ των υπόλοιπων δικαιωμάτων του και το δικαίωμα της παροχής επαρκούς χρόνου για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, όπως επίσης και της παροχής από μέρους της κρατικής εξουσίας των αναγκαίων προς τούτο διευκολύνσεων (βλ. σχ. Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 430επ.). Ωστόσο, με τις διατάξεις των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ θεσμοθετείται για τα πλημμελήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως αυτόφωρα, μία ιδιαίτερα συνοπτική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας παραγκωνίζονται και προστατεύονται δευτερογενώς μόνο τα δικαιώματα του κατηγορουμένου προς όφελος της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης προστασίας των εννόμων αγαθών (βλ. σχ. Καλφέλη-Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 20επ., Αδάμπα σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2010, άρθρο 242, αριθ. 1, σελ. 837). Ωστόσο, ο περιορισμός που συνεπάγεται η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας στο δικαίωμα του κατηγορουμένου προς παροχή δικαστικής προστασίας και για εξασφάλιση δίκαιης δίκης είναι ανεκτός κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος κατά το μέτρο που, σύμφωνα και προς όσα ήδη εκτίθενται ανωτέρω, υφίσταται αποδεικτική ευχέρεια ως προς την απόδοση της αξιόποινης πράξης σε ενοχή του κατηγορουμένου και εφόσον με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται και εξυπηρετείται η άμεση και ταχεία αποκατάσταση της τρωθείσας έννομης τάξης. Επομένως, η υπερβολική από μέρους του νομοθέτη διεύρυνση της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος και σε περιπτώσεις εγκλημάτων, για τα οποία δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν τη δυνατότητα γρήγορης και αποτελεσματικής συλλογής του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού, με βάση την οποία διευρύνεται η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας και ουσιαστικά φαλκιδεύονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, χωρίς να συντρέχει νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιου είδους περιορισμό, συνιστά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως επίσης και της υπερνομοθετικής ισχύος διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. IV. Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3904/2011 αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 ως εξής: «Οποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: (α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, (β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α` υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, (γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, (δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό». Με την ανωτέρω διάταξη τυποποιείται ως έγκλημα η μη καταβολή βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 1882/1990 για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος πρέπει να συντρέχουν τα ακόλουθα στοιχεία: (α) ύπαρξη χρέους του φυσικού αυτουργού προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, (β) βεβαίωση του χρέους από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία ή τελωνείο και (γ) παρέλευση άπρακτου χρονικού διαστήματος τεσσάρων (4) μηνών από τη βεβαίωση του χρέους, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής του υπόστασης απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού, έστω και ενδεχόμενος (άρθρα 12, 18 εδ. β`, 26 παρ. 1 εδ. α` και 53 ΠΚ). Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τη διάταξη αυτή είναι η περιουσία του Δημοσίου, υπό την ειδικότερη μορφή της αποφυγής της αύξησης του παθητικού της. Ειδικότερα, η προσβολή του προστατευόμενου εννόμου αγαθού επέρχεται με την παρέλευση του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων (4) μηνών από τη βεβαίωση του χρέους, χωρίς να λάβει χώρα η καταβολή αυτού, οπότε και επέρχεται η αύξηση του παθητικού της περιουσίας του Δημοσίου κατά το ποσό της σχετικής οφειλής. Επομένως, το έγκλημα που τυποποιείται από την παραπάνω διάταξη διαμορφώνεται ως στιγμιαίο, δεδομένου ότι η χρονική στιγμή της τυπικής περάτωσής του σύμφωνα με την αντικειμενική του υπόσταση, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, δεν μπορεί να παραταθεί κατά τη βούληση του δράστη (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 300επ.), καθώς το αξιόποινο αποτέλεσμα της αύξησης του παθητικού της περιουσίας του Δημοσίου επέρχεται κατά τη στιγμή της παρέλευσης άπρακτης της νόμιμης προθεσμίας προς καταβολή, το γεγονός δε ότι η σχετική οφειλή εξακολουθεί να υφίσταται και κατά το μεταγενέστερο του χρονικού αυτού σημείου διάστημα είναι ποινικά αδιάφορη, καθώς έχει ήδη ολοκληρωθεί η προσβολή του ως άνω προστατευόμενου έννομου αγαθού. Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β` του ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3943/2011 ορίζεται ότι: «Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής». Με τη διάταξη αυτή το παραπάνω τυποποιούμενο έγκλημα χαρακτηρίζεται από τον ίδιο το νομοθέτη ως διαρκές, ενώ από τη νομοτυπική μορφή του, όπως τα στοιχεία αυτής αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω, προκύπτει ότι πρόκειται για στιγμιαίο έγκλημα. Μάλιστα, η διάταξη αυτή περικλείει σχήμα οξύμωρο, δεδομένου ότι αφενός γίνεται δεκτός ως χρόνος τέλεσης του εγκλήματος το χρονικό σημείο της παρέλευσης των τεσσάρων (4) μηνών από την βεβαίωση του χρέους, προς το οποίο συνδέεται η κατά τη διάταξη του άρθρου 112 ΠΚ έναρξη του χρόνου της παραγραφής του, ενώ αφετέρου ορίζεται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανακόλουθο προς τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος ότι ο χρόνος τέλεσης αυτού εκτείνεται μέχρι την παρέλευση χρονικού διαστήματος ίσου προς το ένα τρίτο του χρόνου παραγραφής του, δηλαδή για χρονικό διάστημα είκοσι (20) μηνών. Με το περιεχόμενό της όμως αυτό η εν λόγω διάταξη αντίκειται, σύμφωνα και προς όσα εκτίθενται ανωτέρω (υπό το στοιχείο II) στους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, αφενός διότι προκαλεί σύγχυση ως προς τον ορισμό των στοιχείων της νομοτυπικής μορφής του υπό κρίση εγκλήματος, με αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό ο χρόνος ολοκλήρωσης αυτού και αφετέρου διότι επεκτείνει τον αξιόποινο χαρακτήρα της αξιόποινης συμπεριφοράς του δράστη πέρα από τα στοιχεία της τυποποιούμενης ως έγκλημα πράξης του. Περαιτέρω, από την ιστορικοβουλητική και τη συστηματική ερμηνεία της παραπάνω διάταξης (θέσπιση αυτής μετά την υπογραφή την 03.05.2010 του «Μνημονίου Συνεννόησης» από τον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Κυβέρνησης και το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, και από τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενεργούσας για λογαριασμό των κρατών-μελών που μετέχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, και ενόψει των αυξημένων εισπρακτικών αναγκών που αντιμετωπίζει έκτοτε η ελληνική κυβέρνηση και η ένταξη αυτής στο νόμο 3943/2011, με τον οποίο ρυθμίζονται αποκλειστικά φορολογικής φύσης ζητήματα, όπως επίσης και θέματα που άπτονται των ασφαλιστικών ταμείων) προκύπτει ότι η θέσπιση αυτής δεν είχε ως αντικείμενό της τη συμπλήρωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών ττρος το Δημόσιο, αλλά κατά κύριο λόγο αποσκοπούσε στην επέκταση της δυνατότητας σύλληψης των κατηγορούμενων για την παραπάνω πράξη προσώπων χωρίς σχετικό ένταλμα των αρμόδιων δικαστικών αρχών, όπως και στην εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων κατά την ειδική διαδικασία για τα αυτόφωρα πλημμελήματα. Με την πρωτοβουλία του δηλαδή αυτή ο νομοθέτης επέκτεινε την έννοια του αυτοφώρου για το συγκεκριμένο αδίκημα, χωρίς ωστόσο να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την απόδοση του χαρακτηρισμού αυτού, καθώς από τη μία καταλύεται πλέον το στοιχείο της εγγύτητας μεταξύ του χρονικού σημείου της τέλεσης της πράξης και του χρόνου εκδίκασης αυτής και από την άλλη δεν υφίσταται το στοιχείο της ευχερούς και ταχείας συλλογής του σχετικού αποδεικτικού υλικού. Ενόψει των ανωτέρω δύναται με ασφάλεια να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι με την εν λόγω διάταξη ο νομοθέτης επιχειρεί να κάμψει την προστασία που παρέχεται στους πολίτες από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, προκειμένου να ενισχύσει την εισπρακτική ικανότητα του Δημοσίου, επισείοντας σε βάρος των οφειλετών του την απειλή της άμεσης σύλληψής τους και της υπαγωγής τους σε έκτακτου χαρακτήρα ποινική διαδικασία, στην οποία όπως προαναφέρθηκε πλήττονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Ωστόσο, η εξυπηρέτηση των εισπρακτικών αναγκών του Δημοσίου σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος τον επιχειρούμενο περιορισμό στην προσωπική ασφάλεια και στην παροχή δικαστικής προστασίας, δύναται δε να εξυπηρετηθεί χωρίς την περιστολή των παραπάνω δικαιωμάτων με την λήψη των κατάλληλων διοικητικού χαρακτήρα μέτρων. Κατά συνέπεια ενόψει του ανωτέρω περιεχομένου της η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3943/2011 παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3, 7 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα προς όσα αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω (υπό τα στοιχεία I και III). Στην προκειμένη περίπτωση, στις 29-1-2014 κατατέθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κατερίνης, η με αριθμό πρωτοκόλλου ........ αίτηση ποινικής δίωξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Κατερίνης (άρθρο 41 ΚΠΔ) κατά του ............ διότι στην Κατερίνη στις 31/8/2012, 29/1/2013, 11512013, 1/1212013,29/6/2013 και την 31/12/2013, ως Διευθύνων Σύμβουλος της εδρεύουσας στην Κατερίνη εταιρείας με την επωνυμία κατέβαλε χρέη προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το συνολικό δε χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα: [...] το συνολικό δε χρέος του από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών (24/1/2014) ανέρχεται 397.521,29 ευρώ. Ο υπαίτιος συνελήφθη στις 30-1-2014 και σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 στοιχ. δ-α του ν. 1882/1990, εισήχθη δε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, δικάζοντος κατά την αυτόφωρη διαδικασία, κατά τη συνεδρίαση της 31-1-2014 και μετά από αναβολή για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση. Καθόσον, ωστόσο, οι επιμέρους πράξεις τελέστηκαν κατά τις ημερομηνίες που ανωτέρω αναφέρονται και όλες έχουν εκφύγει των πλαισίων του αυτοφώρου, το Δικαστήριο κρίνει, δεκτού γενομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού που πρότεινε ο συνήγορος του κατηγορουμένου, ότι η υπό κρίση υπόθεση εσφαλμένα εισήχθη προκειμένου να δικασθεί κατά την αυτόφωρη διαδικασία. Τούτο δε, λόγω της πρόδηλης, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, αντίθεσης της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 (όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α του ν. 3943/2011), σύμφωνα με την οποία χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής, στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3, 7 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, μη συντρεχουσών εν προκειμένω των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ. Πρέπει, συνεπώς, μετά ταύτα να παραπεμφθεί η υπόθεση προκειμένου να εισαχθεί στο ακροατήριο και να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, ως προσήκει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει με παρόντα τον κατηγορούμενο ................. , κάτοικο Κατερίνης Πιερίας. Παραπέμπει στην τακτική διαδικασία. Ορίζει ρητή δικάσιμο την 01-10-2014 και ώρα 09:00`, χωρίς κλήτευση του παρόντα κατηγορουμένου προς τον οποίο γνωστοποιήθηκε η παραπάνω δικάσιμος. Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο. Κατερίνη 03 - 02 - 2014 Η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης Η Γραμματέας Ρ.Κ.
Συνεδρίαση της 03ης Φεβρουάριου 2014
ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: Κασσιανή Μπουροδήμου Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης, Ιωάννης Μαμαδάς Πλημμελειοδίκης, Μαρία Δουλάμη Πάρεδρος Πρωτοδικείου (Επειδή κωλύονται οι τακτικοί δικαστές) Ορίστηκε με την αρ. 6/2014 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Κατερίνης Δήμητρα Τσιαρδακλή Αντεισαγγελέας (Επειδή κωλύεται ο Εισαγγελέας) Βασιλική Χωρίκη Γραμματέας
Κατηγορούμενος: ..... ....... Κάτοικος: Κατερίνης Πιερίας Παρών Πράξη: Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ Στη σημερινή συνεδρίαση του Δικαστηρίου, που έγινε δημόσια στο ακροατήριό του κατά τη διαδικασία του αυτοφώρου ύστερα από αναβολή της υπόθεσης κατ` άρθρο 423 παρ. 1 ΚΠΔ, η Προεδρεύουσα εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου ο οποίος εμφανίστηκε, ρωτήθηκε από την Προεδρεύουσα για τα στοιχεία της ταυτότητάς του και είπε ότι ονομάζεται όπως αναφέρεται πιο πάνω και ότι διορίζει συνήγορο υπεράσπισης του τον παρόντα δικηγόρο Κατερίνης Εμμανουήλ Παπά. Η Προεδρεύουσα είπε στον κατηγορούμενο ν` ακούσει με προσοχή την κατηγορία και να παρακολουθήσει τη συζήτηση στο ακροατήριο. Επίσης του είπε ότι έχει δικαίωμα να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του ύστερα από την εξέταση κάθε μάρτυρα και την έρευνα κάθε αποδεικτικού μέσου. Στη συνέχεια έλαβε το λόγο η Εισαγγελέας, η οποία συνοπτικά ανέφερε την πράξη για την οποία κατηγορεί ο κατηγορούμενος. Επίσης είπε, για να υποστηρίξει την κατηγορία να αναγνωστούν τα έγγραφα που αναφέρονται στο τέλος του κατηγορητηρίου. Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο συνήγορος του κατηγορουμένου και ζήτησε την αναβολή της δίκης και είπε: Η διάταξη του άρθρου 3 του ν. 3943/2011, με την οποία αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και ορίζεται ότι χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής και στην ουσία χαρακτηρίζει διαρκές το αδίκημα μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, είναι αντίθετη στα άρθρα 2 παρ. 1 και 7 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και σε θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου. Στην υπ’αριθ. 1/2011 ερμηνευτική εγκύκλιο που είχε εκδώσει ο κ. αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου όταν θεσπίστηκε το αυτόφωρο αναφέρει ότι «η συμβατότητα της ρύθμισης με τα άρθρα του συντάγματος θα κριθεί στην πράξη από τα δικαστήρια». Ζητώ από το δικαστήριό σας α) να κρίνει την ως άνω διάταξη αντισυνταγματική και αντίθετη σε θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου, β) να κρίνει ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, γ) να παραπέμψει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία κατ’ άρθρο 424 ΚΠΔ άλλως να αναβληθεί η υπόθεση εντός δεκαπενθημέρου. Στο σημείο αυτό πήρε το λόγο η Εισαγγελέας και πρότεινε να αναβληθεί η δίκη για την 01-10- 2014 και ώρα 09:00`. Στη συνέχεια το Δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη, στην οποία παραβρέθηκε και η Γραμματέας, εξέδωσε την παρακάτω απόφαση την οποία η Προεδρεύουσα δημοσίευσε αμέσως σε δημόσια συνεδρίαση : ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Από την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3 και 6 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης κατοχύρωσε την προστασία της προσωπικής ελευθερίας υπό την ειδικότερη μορφή της προσωπικής ασφάλειας (βλ. σχ. Μάνεση, Συνταγματικά Δικαιώματα, α` ατομικές ελευθερίες-πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ` έκδοση, σελ. 173). Στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης συνταγματικά αυτής προστασίας του ατόμου από αυθαίρετες καταδιώξεις, συλλήψεις και φυλακίσεις από μέρους της κρατικής εξουσίας, προκειμένου να λάβει νομότυπα χώρα η σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η σύλληψη να βρίσκει έρεισμα σε διάταξη νόμου και (β) να εκτελείται με βάση δικαστικό ένταλμα, δηλαδή ένταλμα, το οποίο έχει εκδοθεί από κρατικό όργανο που κατά το Σύνταγμα και την κείμενη νομοθεσία αναγνωρίζεται ως δικαστική αρχή και περιβάλλεται με όλες τις εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 87-91 του Συντάγματος (βλ. σχ. Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2002, σελ. 216). Το ένταλμα αυτό πρέπει να είναι αιτιολογημένο, να μνημονεύει δηλαδή με ακρίβεια τα στοιχεία του προσώπου που πρόκειται να συλληφθεί (όνομα, επώνυμο, κατοικία, περιγραφή) και να επιδίδεται στο τελευταίο κατά τη στιγμή της σύλληψής του (βλ. Μάνεση, ό.π., σελ. 180). Επομένως, τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας στερούνται της δυνατότητας να προβούν με δική τους πρωτοβουλία στη σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά κάμπτεται στην περίπτωση του αυτόφωρου εγκλήματος (βλ. Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2008, άρθρο 242, αριθ. 2, σελ. 466). Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Συντάγματος δεν περιέχει αυθεντικό ορισμό της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, αλλά αντίθετα επαφίεται για αυτόν στον κοινό νομοθέτη (βλ. Μάνεση, ό.π., σελ. 180). Ήδη από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 ΚΠΔ ορίζεται ότι προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα έγκλημα ως αυτόφωρο πρέπει να συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) να καταληφθεί κατά το χρονικό σημείο της διάπραξής του ή (β) να έχει τελεστεί πρόσφατα, περίπτωση η οποία συντρέχει, ιδίως όταν ο δράστης καταδιώκεται μετά τη διάπραξη του εγκλήματος από τη δημόσια δύναμη ή τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε κατέχοντας αντικείμενα ή φέροντας ίχνη, από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. Η πρώτη από τις παραπάνω περιπτώσεις αφορά το γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα, ενώ στη δεύτερη από αυτές πρόκειται για την οιονεί ή καταχρηστική μορφή του, στην οποία όμως τίθεται από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠΔ συγκεκριμένο χρονικό όριο, το οποίο συμπίπτει με την παρέλευση της επομένης ημέρας από την τέλεση της πράξης (βλ. σχ. Καλφέλη-Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία-Ειδικές Διαδικασίες, Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία-Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως, 1998, σελ. 47επ. και 65επ.). Επομένως, ενόψει της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας αλλά και του τεκμηρίου αθωότητας ο νομοθέτης υπήγαγε στην έννοια του αυτόφωρου εγκλήματος μόνον εκείνες τις αξιόποινες πράξεις, το χρονικό σημείο της κατάληψης του δράστη των οποίων τελεί σε στενή εγγύτητα προς το χρονικό σημείο της διάπραξής τους, καθώς η χρονική αυτή εγγύτητα έχει ως συνέπεια τη δυνατότητα ταχείας συλλογής των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Η αποδεικτική αυτή ευχέρεια απόδοσης της τέλεσης των παραπάνω αξιόποινων πράξεων στο πρόσωπο του δράστη τους, η οποία αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, δικαιολογεί την άρση της απαγόρευσης της σύλληψης του τελευταίου χωρίς την προηγούμενη έκδοση δικαστικού εντάλματος και την κάμψη του τεκμηρίου της αθωότητάς του χάριν της ταχείας αποκατάστασης της έννομης τάξης και της αποτελεσματικότερης προστασίας των εννόμων αγαθών και συνιστά περιορισμό των σχετικών δικαιωμάτων του ο οποίος δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή ρητά κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Με βάση όσα εκτίθενται ανωτέρω προκύπτει ότι στο πλαίσιο της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας του ατόμου και του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, ο νομοθέτης πρέπει να επιδεικνύει ιδιαίτερη φειδώ ως προς τον καθορισμό της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, ώστε σε αυτή να περιλαμβάνονται μόνον οι περιπτώσεις εκείνες των αξιόποινων πράξεων, οι οποίες λόγω της κατάληψης του δράστη τους κατά τη διάρκεια της διάπραξής τους ή εντός σύντομου χρονικού διαστήματος μετά από αυτήν δύνανται με ευχέρεια να αποδοθούν στον τελευταίο. Αντίθετα, οποιαδήποτε νομοθετική απόπειρα διεύρυνσης της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, με σκοπό να καταστεί δυνατή η χωρίς τις εγγυήσεις της δικαστικής εξουσίας σύλληψη του φερόμενου ως δράστη του, συνιστά ευθεία παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3, 6 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, προσβάλλει δε παράλληλα και το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται από την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. II. Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία κατοχυρώνεται στην ελληνική έννομη τάξη η βασική αρχή του ποινικού δικαίου «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς νόμο (nullum crimen nulla poena sine lege), προκύπτει η δέσμευση της κρατικής εξουσίας και στις τρεις λειτουργίες της (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) να διατηρεί διαρκώς τυποποιημένο το ποινικό φαινόμενο σε ολόκληρη την έκταση του τριπτύχου που το συνθέτει (έννομο αγαθό, έγκλημα, ποινή) (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο-Γενική Θεωρία, 2004, σελ. 33επ.). Ειδικότερα, από την παραπάνω συνταγματική διάταξη απορρέει η υποχρέωση της νομοθετικής λειτουργίας στο πλαίσιο της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου να ορίζει τα στοιχεία της πράξης που τυποποιείται ως αξιόποινη. Η υποχρέωση αυτή έχει μεταξύ άλλων ένα θετικό περιεχόμενο, το οποίο συνίσταται στην υποχρέωση ακριβούς προσδιορισμού των στοιχείων της αξιόποινης πράξης (nullum crimen nulla poena sine lege certa), και αφετέρου ένα αρνητικό περιεχόμενο, το οποίο συνίσταται στην απαγόρευση επέκτασης του αξιόποινου χαρακτήρα μίας συμπεριφοράς πέραν των στοιχείων που συγκροτούν τη νομοτυπική μορφή του τυποποιούμενου εγκλήματος. Δηλαδή ο νομοθέτης υποχρεούται αφενός να προσδιορίζει με σαφήνεια τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της προσβολής του εννόμου αγαθού, την οποία τυποποιεί ως αξιόποινη, ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες σχετικά με το ακριβές περιεχόμενό της (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 38 και επίσης Ανδρουλάκη, Nullum crimen sine lege certa, ΠοινΧρ ΚΓ`. 513επ.) και αφετέρου να περιορίσει τον αξιόποινο χαρακτήρα μίας συμπεριφοράς στην έκταση, η οποία προκύπτει από την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος. Από την άλλη η δικαστική λειτουργία έχει την υποχρέωση να μην εφαρμόζει οποιονδήποτε κανόνα δικαίου, ο οποίος τυποποιεί ως έγκλημα μία συμπεριφορά, εφόσον ο τελευταίος δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις (βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 42επ.). III. Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου συνάγεται ότι στο πλαίσιο της εξασφάλισης του δικαιώματος προς παροχή δικαστικής προστασίας και της διασφάλισης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ο κατηγορούμενος σε ποινική δίκη, ο οποίος βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, καθώς εναντίον του στρέφεται ο κατασταλτικός μηχανισμός της Πολιτείας διαθέτει μεταξύ των υπόλοιπων δικαιωμάτων του και το δικαίωμα της παροχής επαρκούς χρόνου για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, όπως επίσης και της παροχής από μέρους της κρατικής εξουσίας των αναγκαίων προς τούτο διευκολύνσεων (βλ. σχ. Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 430επ.). Ωστόσο, με τις διατάξεις των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ θεσμοθετείται για τα πλημμελήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως αυτόφωρα, μία ιδιαίτερα συνοπτική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας παραγκωνίζονται και προστατεύονται δευτερογενώς μόνο τα δικαιώματα του κατηγορουμένου προς όφελος της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης προστασίας των εννόμων αγαθών (βλ. σχ. Καλφέλη-Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 20επ., Αδάμπα σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2010, άρθρο 242, αριθ. 1, σελ. 837). Ωστόσο, ο περιορισμός που συνεπάγεται η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας στο δικαίωμα του κατηγορουμένου προς παροχή δικαστικής προστασίας και για εξασφάλιση δίκαιης δίκης είναι ανεκτός κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος κατά το μέτρο που, σύμφωνα και προς όσα ήδη εκτίθενται ανωτέρω, υφίσταται αποδεικτική ευχέρεια ως προς την απόδοση της αξιόποινης πράξης σε ενοχή του κατηγορουμένου και εφόσον με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται και εξυπηρετείται η άμεση και ταχεία αποκατάσταση της τρωθείσας έννομης τάξης. Επομένως, η υπερβολική από μέρους του νομοθέτη διεύρυνση της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος και σε περιπτώσεις εγκλημάτων, για τα οποία δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν τη δυνατότητα γρήγορης και αποτελεσματικής συλλογής του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού, με βάση την οποία διευρύνεται η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας και ουσιαστικά φαλκιδεύονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, χωρίς να συντρέχει νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιου είδους περιορισμό, συνιστά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως επίσης και της υπερνομοθετικής ισχύος διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. IV. Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3904/2011 αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 ως εξής: «Οποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: (α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, (β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α` υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, (γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, (δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό». Με την ανωτέρω διάταξη τυποποιείται ως έγκλημα η μη καταβολή βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 1882/1990 για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος πρέπει να συντρέχουν τα ακόλουθα στοιχεία: (α) ύπαρξη χρέους του φυσικού αυτουργού προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, (β) βεβαίωση του χρέους από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία ή τελωνείο και (γ) παρέλευση άπρακτου χρονικού διαστήματος τεσσάρων (4) μηνών από τη βεβαίωση του χρέους, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής του υπόστασης απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού, έστω και ενδεχόμενος (άρθρα 12, 18 εδ. β`, 26 παρ. 1 εδ. α` και 53 ΠΚ). Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τη διάταξη αυτή είναι η περιουσία του Δημοσίου, υπό την ειδικότερη μορφή της αποφυγής της αύξησης του παθητικού της. Ειδικότερα, η προσβολή του προστατευόμενου εννόμου αγαθού επέρχεται με την παρέλευση του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων (4) μηνών από τη βεβαίωση του χρέους, χωρίς να λάβει χώρα η καταβολή αυτού, οπότε και επέρχεται η αύξηση του παθητικού της περιουσίας του Δημοσίου κατά το ποσό της σχετικής οφειλής. Επομένως, το έγκλημα που τυποποιείται από την παραπάνω διάταξη διαμορφώνεται ως στιγμιαίο, δεδομένου ότι η χρονική στιγμή της τυπικής περάτωσής του σύμφωνα με την αντικειμενική του υπόσταση, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, δεν μπορεί να παραταθεί κατά τη βούληση του δράστη (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 300επ.), καθώς το αξιόποινο αποτέλεσμα της αύξησης του παθητικού της περιουσίας του Δημοσίου επέρχεται κατά τη στιγμή της παρέλευσης άπρακτης της νόμιμης προθεσμίας προς καταβολή, το γεγονός δε ότι η σχετική οφειλή εξακολουθεί να υφίσταται και κατά το μεταγενέστερο του χρονικού αυτού σημείου διάστημα είναι ποινικά αδιάφορη, καθώς έχει ήδη ολοκληρωθεί η προσβολή του ως άνω προστατευόμενου έννομου αγαθού. Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β` του ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3943/2011 ορίζεται ότι: «Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής». Με τη διάταξη αυτή το παραπάνω τυποποιούμενο έγκλημα χαρακτηρίζεται από τον ίδιο το νομοθέτη ως διαρκές, ενώ από τη νομοτυπική μορφή του, όπως τα στοιχεία αυτής αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω, προκύπτει ότι πρόκειται για στιγμιαίο έγκλημα. Μάλιστα, η διάταξη αυτή περικλείει σχήμα οξύμωρο, δεδομένου ότι αφενός γίνεται δεκτός ως χρόνος τέλεσης του εγκλήματος το χρονικό σημείο της παρέλευσης των τεσσάρων (4) μηνών από την βεβαίωση του χρέους, προς το οποίο συνδέεται η κατά τη διάταξη του άρθρου 112 ΠΚ έναρξη του χρόνου της παραγραφής του, ενώ αφετέρου ορίζεται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανακόλουθο προς τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος ότι ο χρόνος τέλεσης αυτού εκτείνεται μέχρι την παρέλευση χρονικού διαστήματος ίσου προς το ένα τρίτο του χρόνου παραγραφής του, δηλαδή για χρονικό διάστημα είκοσι (20) μηνών. Με το περιεχόμενό της όμως αυτό η εν λόγω διάταξη αντίκειται, σύμφωνα και προς όσα εκτίθενται ανωτέρω (υπό το στοιχείο II) στους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, αφενός διότι προκαλεί σύγχυση ως προς τον ορισμό των στοιχείων της νομοτυπικής μορφής του υπό κρίση εγκλήματος, με αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό ο χρόνος ολοκλήρωσης αυτού και αφετέρου διότι επεκτείνει τον αξιόποινο χαρακτήρα της αξιόποινης συμπεριφοράς του δράστη πέρα από τα στοιχεία της τυποποιούμενης ως έγκλημα πράξης του. Περαιτέρω, από την ιστορικοβουλητική και τη συστηματική ερμηνεία της παραπάνω διάταξης (θέσπιση αυτής μετά την υπογραφή την 03.05.2010 του «Μνημονίου Συνεννόησης» από τον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Κυβέρνησης και το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, και από τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενεργούσας για λογαριασμό των κρατών-μελών που μετέχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, και ενόψει των αυξημένων εισπρακτικών αναγκών που αντιμετωπίζει έκτοτε η ελληνική κυβέρνηση και η ένταξη αυτής στο νόμο 3943/2011, με τον οποίο ρυθμίζονται αποκλειστικά φορολογικής φύσης ζητήματα, όπως επίσης και θέματα που άπτονται των ασφαλιστικών ταμείων) προκύπτει ότι η θέσπιση αυτής δεν είχε ως αντικείμενό της τη συμπλήρωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών ττρος το Δημόσιο, αλλά κατά κύριο λόγο αποσκοπούσε στην επέκταση της δυνατότητας σύλληψης των κατηγορούμενων για την παραπάνω πράξη προσώπων χωρίς σχετικό ένταλμα των αρμόδιων δικαστικών αρχών, όπως και στην εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων κατά την ειδική διαδικασία για τα αυτόφωρα πλημμελήματα. Με την πρωτοβουλία του δηλαδή αυτή ο νομοθέτης επέκτεινε την έννοια του αυτοφώρου για το συγκεκριμένο αδίκημα, χωρίς ωστόσο να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την απόδοση του χαρακτηρισμού αυτού, καθώς από τη μία καταλύεται πλέον το στοιχείο της εγγύτητας μεταξύ του χρονικού σημείου της τέλεσης της πράξης και του χρόνου εκδίκασης αυτής και από την άλλη δεν υφίσταται το στοιχείο της ευχερούς και ταχείας συλλογής του σχετικού αποδεικτικού υλικού. Ενόψει των ανωτέρω δύναται με ασφάλεια να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι με την εν λόγω διάταξη ο νομοθέτης επιχειρεί να κάμψει την προστασία που παρέχεται στους πολίτες από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, προκειμένου να ενισχύσει την εισπρακτική ικανότητα του Δημοσίου, επισείοντας σε βάρος των οφειλετών του την απειλή της άμεσης σύλληψής τους και της υπαγωγής τους σε έκτακτου χαρακτήρα ποινική διαδικασία, στην οποία όπως προαναφέρθηκε πλήττονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Ωστόσο, η εξυπηρέτηση των εισπρακτικών αναγκών του Δημοσίου σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος τον επιχειρούμενο περιορισμό στην προσωπική ασφάλεια και στην παροχή δικαστικής προστασίας, δύναται δε να εξυπηρετηθεί χωρίς την περιστολή των παραπάνω δικαιωμάτων με την λήψη των κατάλληλων διοικητικού χαρακτήρα μέτρων. Κατά συνέπεια ενόψει του ανωτέρω περιεχομένου της η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3943/2011 παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3, 7 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα προς όσα αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω (υπό τα στοιχεία I και III). Στην προκειμένη περίπτωση, στις 29-1-2014 κατατέθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κατερίνης, η με αριθμό πρωτοκόλλου ........ αίτηση ποινικής δίωξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Κατερίνης (άρθρο 41 ΚΠΔ) κατά του ............ διότι στην Κατερίνη στις 31/8/2012, 29/1/2013, 11512013, 1/1212013,29/6/2013 και την 31/12/2013, ως Διευθύνων Σύμβουλος της εδρεύουσας στην Κατερίνη εταιρείας με την επωνυμία κατέβαλε χρέη προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το συνολικό δε χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα: [...] το συνολικό δε χρέος του από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών (24/1/2014) ανέρχεται 397.521,29 ευρώ. Ο υπαίτιος συνελήφθη στις 30-1-2014 και σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 στοιχ. δ-α του ν. 1882/1990, εισήχθη δε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, δικάζοντος κατά την αυτόφωρη διαδικασία, κατά τη συνεδρίαση της 31-1-2014 και μετά από αναβολή για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση. Καθόσον, ωστόσο, οι επιμέρους πράξεις τελέστηκαν κατά τις ημερομηνίες που ανωτέρω αναφέρονται και όλες έχουν εκφύγει των πλαισίων του αυτοφώρου, το Δικαστήριο κρίνει, δεκτού γενομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού που πρότεινε ο συνήγορος του κατηγορουμένου, ότι η υπό κρίση υπόθεση εσφαλμένα εισήχθη προκειμένου να δικασθεί κατά την αυτόφωρη διαδικασία. Τούτο δε, λόγω της πρόδηλης, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, αντίθεσης της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 (όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α του ν. 3943/2011), σύμφωνα με την οποία χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής, στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3, 7 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, μη συντρεχουσών εν προκειμένω των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ. Πρέπει, συνεπώς, μετά ταύτα να παραπεμφθεί η υπόθεση προκειμένου να εισαχθεί στο ακροατήριο και να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, ως προσήκει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει με παρόντα τον κατηγορούμενο ................. , κάτοικο Κατερίνης Πιερίας. Παραπέμπει στην τακτική διαδικασία. Ορίζει ρητή δικάσιμο την 01-10-2014 και ώρα 09:00`, χωρίς κλήτευση του παρόντα κατηγορουμένου προς τον οποίο γνωστοποιήθηκε η παραπάνω δικάσιμος. Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο. Κατερίνη 03 - 02 - 2014 Η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης Η Γραμματέας Ρ.Κ.
ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΟΑΕΕ
ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΟΑΕΕ
ΠΑΡΑΘΕΤΩ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΛΗΡΕΣ ΣΕ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΛΥΣΩ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΥΚΟΛΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΗΣ ΤΟΥ.

Η διατύπωση των δύο πρώτων παραγράφων του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 είναι η εξής:
«1. Οστις υπέχων νόμιμον υποχρέωσιν καταβολής των βαρυνουσών αυτόν τον ίδιον ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείον Εργασίας υπαγομένους πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή ειδικούς Λογαριασμούς,δεν καταβάλλει ταύτας εντός μηνός, αφ’ ής αύται κατέστησαν απαιτηταί, προς τους ως άνω Οργανισμούς τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών.
2.Οστις παρακρατών ασφαλιστικάς εισφοράς των παρ’ αυτώ εργαζομένων επι σκοπώ αποδόσεως εις τους κατά την παράγραφον 1 Οργανισμούς δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδειταύτας προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός αφ΄ ης κατέστησαν απαιτηταί τιμωρείται επί υπ’ εξαιρέσει δια φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών».
Είναι απολύτως προφανές ότι και οι δύο παραπάνω διατάξεις αναφέρονται ρητά και αποκλειστικά στις ασφαλιστικές εισφορές, που οφείλονται για την εργασία εργαζομένου με εξαρτημένη εργασία, οι οποίες διαχωρίζονται πάντα σε δύο κατηγορίες:
Α) Τις εργοδοτικές, δηλαδή τις εισφορές που καταβάλλει ο ίδιος ο εργοδότης εξ ιδίων για την ασφαλιστική κάλυψη του εργαζομένου σε αυτόν. Και
Β) Τις παρακρατούμενες από το μισθό του εργαζομένου, δηλαδή εισφορές που καταβάλλονται από τον ίδιο τον εργαζόμενο ως ποσοστό από το μισθό του.
Στις διατάξεις αυτές προβλέπεται συγκεκριμένη (διαφορετική) ποινική μεταχείριση για τη μη απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών της πρώτης ή της δεύτερης μορφής εκ μέρους του εργοδότη, καθώς κρίνεται βαρύτερης απαξίας πράξη η μη απόδοση χρημάτων που έχουν παρακρατηθεί από το μισθό του ίδιου του εργαζομένων έναντι της μη καταβολής αυτών, που οφείλονται από τον ίδιο τον εργοδότη.
Με επόμενες διατάξεις νόμων έγιναν αλλαγές στα ποσά κλπ. που αναφέρονται ανωτέρω χωρίς όμως να αλλάξει ποτέ η παραπάνω διατύπωση. Αντίθετα, πολλές φορέςεπαναλαμβάνεται ρητά η αναφορά στα συγκεκριμένα είδη ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικές και παρακρατούμενες από τον εργαζόμενο). Ενδεικτικά, η διάταξη του άρθρου 33 του Ν. 3346/2005 αναφέρει:
«Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), καθώς και των παρακρατούμενων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων να υπερβαίνει συνολικώς τα δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ».
Η ανωτέρω διάταξη τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3904/2010 ως εξής:
«1. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.».
Και πάλι η διατύπωση του εν λόγω άρθρου (τόσο πριν όσο και μετά την τροποποίησή του) καταδεικνύει χαρακτηριστικά ότι η πρόβλεψη του άρθρου 1 §§ 1-2 του Α.Ν. 86/1967 αναφέρεται και περιορίζεται μόνο στη μη απόδοση των δύο ειδών ασφαλιστικών εισφορών, που (αμφότερα) αφορούν εργαζόμενο σε εργοδότη και είναι αποδοτέα από αυτόν (τον εργοδότη) και δη το μεν πρώτο είδος (εργοδοτικές εισφορές) ως οφειλόμενες από τον ίδιο απευθείας το δε δεύτερο (παρακρατούμενες εισφορές από το μισθό) ως οφειλόμενες λόγω της παρακράτησης εκ μέρους του.
Η εφαρμογή, συνεπώς, της § 1 του άνω άρθρου για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά επαγγελματιών (κάθε είδους) για τη μη απόδοση ασφαλιστικών εισφορών, που ούτε «εργοδοτικές» είναι (§ 1) ούτε παρακρατούνται από το μισθό κάποιου εργαζομένου (§ 2) είναι ανεπίτρεπτη. Οι ασφαλιστικές εισφορές των επαγγελματιών στα Ταμεία τους αφορούν την ασφαλιστική κάλυψη του εαυτού τους και, συνεπώς, δεν μπορούν να περιγραφούν με οποιαδήποτε από τις σαφείς και περιοριστικές περιγραφές του εν λόγω νόμου. Η αναφορά σε «ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουσες αυτόν τον ίδιο» είναι προφανές ότι γίνεται για την αντιδιαστολή προς τις ασφαλιστικές εισφορές που παρακρατούνται από τον εργαζόμενο, δηλ. βαρύνουν τον εργαζόμενο. Για την αποφυγή δε αυτής ακριβώς της παρερμηνείας ο νομοθέτης έθεσε σε παρένθεση τον απολύτως επεξηγηματικό και σαφή προσδιορισμό «εργοδοτικές». Ο επεξηγηματικός αυτός προσδιορισμός περιορίζει αναγκαία και υποχρεωτικά από το σύνολο των διαφόρων ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν έναν επαγγελματία, ως ποινικά σημαντικές, μόνο αυτές που μπορούν να χαρακτηρίζονται ως «εργοδοτικές». Οι ασφαλιστικές εισφορές του επαγγελματία για την ασφάλιση του εαυτού του προφανέστατα δεν περιγράφονται ως «εργοδοτικές».
Ο Ο.Α.Ε.Ε. στηρίζει την άσκηση ποινικών διώξεων για την επιδίωξη είσπραξης των εισφορών, που οφείλονται προς αυτόν, αδιακρίτως, στη διάταξη του άρθρου 16 § 1 εδ. δ’ του Καταστατικού του της 23-12-2005 (π.δ. 258/2005, ΦΕΚ Α’ 316, 28-12-2005), όπου αναφέρεται:
«1. Οι απαιτήσεις του Ο.Α.Ε.Ε., από πάσης φύσεως καθυστερούμενες εισφορές, πρόσθετα τέλη και ειδικές προσαυξήσεις, εισπράττονται κατά τη διαδικασία του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει κάθε φορά. Τίτλους για τη βεβαίωση και την αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεων του Οργανισμού αποτελούν οι Πράξεις Επιβολής Εισφορών και Προσθέτων Τελών (Π.Ε.Ε.Π.Τ.), που συντάσσονται από τα αρμόδια προς τούτο όργανα του. Το ποσό των Π.Ε.Ε.Π.Τ. δεν αναπροσαρμόζεται και εξοφλείται με τις προβλεπόμενες κάθε φορά προσαυξήσεις. Ο Οργανισμός διατηρεί το δικαίωμα να προβαίνει ΚΑΙ στις ενέργειες, που προβλέπονται ΚΑΙ από τον αναγκαστικό νόμο 86/1967 (136 Α’), όπως ισχύει κάθε φορά».
Όπως καθίσταται σαφές από την ανωτέρω διατύπωση του Καταστατικού, με αυτή τη διάταξη δεν θεσπίζεται κάποια επέκταση του πεδίου εφαρμογής του α.ν. 86/1967, όπως αυτό προσδιορίζεται στην εν λόγω διάταξη. Αντίθετα, γίνεται σαφής αναφορά στη δυνατότητα του Ο.Α.Ε.Ε. να επιδιώκει και την εφαρμογή των διατάξεων του α.ν. 86/1967, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο και πάντοτε στο πλαίσιο που αυτές ισχύουν κάθε φορά και όχι κατά οποιαδήποτε επέκταση του πλαισίου αυτού.
Εν ολίγοις η ως άνω διάταξη του εν λόγω Καταστατικού (ακόμα κι αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ως νομοθέτημα πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις, που απαιτούνται για να μπορεί να καθιερώνει ποινική ευθύνη, επεκτείνοντας το πλαίσιο εφαρμογής του ως άνω αναγκαστικού νόμου) είναι απολύτως σαφές ότι δεν προβαίνει σε καμία επέκταση του πεδίου εφαρμογής της προκείμενης ποινικής διάταξης αλλά απλώς παραπέμπει σε αυτή, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά. Συνεπώς, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, ο Ο.Α.Ε.Ε. μπορεί να επιδιώξει την εφαρμογή του α.ν. 86/1967 μόνο όταν και αν οι οφειλόμενες προς αυτόν εισφορές περιλαμβάνονται σε αυτές που αναφέρει ο εν λόγω αναγκαστικός νόμος, δηλ. είναι είτε εργοδοτικές είτε παρακρατούμενες από μισθό (έστω εν ευρεία εννοία). Επικουρικά βεβαίως πρέπει να σημειωθεί ότι διαφορετική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης του Καταστατικού – Προεδρικού Διατάγματος θα εξακόντιζε αυτήν εκτός του πλαισίου νομοθετικής εξουσιοδότησης από το άρθρο 12 του ν. 2696/1999, οπότε και εξ αυτού του λόγου θα πρέπει να ερμηνευθεί αυτή ως ανωτέρω.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα «εργοδοτικών εισφορών» καταβλητέων σε ασφαλιστικό οργανισμό αυτοαπασχολουμένων (και μάλιστα με πρόσφατο νόμο) είναι οι ασφαλιστικές εισφορές των νέων δικαστικών λειτουργών, για τους οποίους ο ν. 4075/2012 στο άρθρο 39 προβλέπει:
«Οι δικαστικοί λειτουργοί και οι λειτουργοί του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που διορίζονται στο Δημόσιο από 1.1.2011 και μετά, υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια για κύρια σύνταξη σε ειδικό κλάδο με λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του κλάδου κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.). Για την ασφάλιση των ανωτέρω προσώπων στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. έχουν εφαρμογή τα προβλεπόμενα από το άρθρο 22 του ν. 2084/1992 (Α’ 165), για τους εμμίσθους ασφαλισμένους. Η εργοδοτική εισφοράβαρύνει το Δημόσιο».
Τα ανωτέρω ισχύουν και για μια σειρά νομοθετημάτων, που προέβλεψαν ρητά την εφαρμογή του α.ν. 86/1967 για εισφορές, που οφείλονται προς διάφορα ασφαλιστικά ταμεία, όπως το Τ.Σ.Α.Υ. (άρθρο 4 § 5 ν. 982/1979), το Τ.Α.Κ.Ε. (άρθρο 5 ν.δ. 228/1973) ή το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. (άρθρο 21 § 2 ν. 915/1979), με τα οποία επίσης δεν θεσπίστηκε καμία απολύτως επέκταση του πεδίου εφαρμογής του ως άνω αναγκαστικού νόμου παρά μόνο ορίστηκε ρητά η εφαρμογή του για τις ασφαλιστικές εισφορές, που ήταν καταβλητέες σε αυτά τα ταμεία, πάντοτε υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι αυτές μπορούν να περιγραφούν ως εργοδοτικές ή ως παρακρατούμενες εργατικές, όπως ακριβώς προβλέπει ο εν λόγω νόμος.
Είναι διάχυτη στο δίκαιο σε πληθώρα διατάξεων η χρήση του προσδιορισμού «εργοδοτικές» για το συγκεκριμένο είδος ασφαλιστικών εισφορών και όχι, βεβαίως, για την αναφορά στις εισφορές αυτασφάλισης των αυτοαπασχολουμένων οποιασδήποτε ειδικότητας. Ο ακριβής ορισμός της έννοιας δεν δίνεται ρητά σε διάταξη ελληνικού νόμου, κυρίως και ακριβώς επειδή χρησιμοποιείται ευρύτατα για να περιγράψει τις εισφορές του εργοδότη και όχι βεβαίως της εισφορές αυτασφάλισης ενός επαγγελματία. Ενδεικτικά αναφέρω το άρθρο 14 § 6 του Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α., όπου χρησιμοποιείται ο όρος:
«Η ασφαλιστική εισφορά είναι ενιαία, μη δυναμένου του εργοδότου να καταβάλη ιδιαιτέρως το προερχόμενον εκ της εργοδοτικής εισφοράς ή εισφοράς του ησφαλισμένου τμήμα ταύτης».
Ο όρος «εργοδοτικές εισφορές» επανειλημμένα χρησιμοποιείται σε σωρεία νομοθετημάτων για να προσδιορίσει ότι η εισφορά, που καθιερώνεται με αυτά, είναι καταβλητέα από τον εργοδότη και δεν παρακρατείται από το μισθό του εργαζομένου. Ενδεικτικό και πάλι παράδειγμα η διάταξη του άρθρου 9 § 1 περ. δ’ του β.δ. 502/1963 (που προστέθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 112/13-18 Μαρτίου 1991):
«1. Πόροι του Ταμείου Αρωγής ορίζονται: …
δ. Εργοδοτική εισφορά εκ ποσοστού 1% επί των αποδοχών που υπολογίζεται και η εισφορά των μετοχών. Η εισφορά αυτή καταβάλλεται από 1.5.1990, σύμφωνα με την από 7.3.1990 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας».
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο α.ν. 86/1967 αντικατέστησε (στην ουσία) τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1373/1944 και του άρθρου 26 § 6 του α.ν. 1846/1951, οι οποίες ρητά καταργήθηκαν με το άρθρο 3 του α.ν. 86/1967. Με την πρώτη από τις άνω καταργούμενες διατάξεις θεσπιζόταν ποινική μεταχείριση για τη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε περαιτέρω διάκριση. Παρά ταύτα, φαίνεται ότι και τότε η διάταξη αυτή είχε στόχο μόνο την εισφοροδιαφυγή, που αφορούσε την εξαρτημένη εργασία, δεδομένου ότι στην τροποποίηση αυτής με το άρθρο 5 § 1 του ν.δ. 4577/1966 γίνεται επεξηγηματική αναφορά περί «εισφορών εργοδότου ή ησφαλισμένου»! Η δεύτερη καταργηθείσα διάταξη αναφερόταν μόνο σε παρακρατούμενες από το μισθό του εργαζομένου εισφορές και παρέπεμπε ευθέως για τις εργοδοτικές εισφορές στην πρώτη διάταξη, που όπως προαναφέρθηκε ήταν γενική και δεν περιείχε την επεξήγηση «εργοδοτικές» που τέθηκε στον α.ν. 86/1967. Είναι λοιπόν προφανές ότι η προσθήκη στο γράμμα του νόμου του επεξηγηματικού και περιοριστικού προσδιορισμού σε παρένθεση «(εργοδοτικών)» καταδεικνύει τη σαφή βούληση του νομοθέτη να περιοριστεί η εφαρμογή της διάταξης σε αυτό το είδος εισφορών.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω γίνεται σαφές ότι δεν μπορεί να αποδίδεται στον έλληνα νομοθέτη η βούληση να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του α.ν. 86/1967 σε εισφορές άλλες πέραν των εργοδοτικών και των παρακρατούμενων, όταν σε σωρεία νομοθετικών κειμένων, που τέθηκαν μετά το 1967, δεν προέβη ποτέ στην απλούστατη διαγραφή μίας λέξης: «(εργοδοτικών)», που παραμένει στο κείμενο του νόμου περιορίζοντας ξεκάθαρα την εφαρμογή του μόνο επί εισφορών που μπορούν να περιγραφούν με αυτή. Δεν το έκανε μολονότι προέβη σε τροποποιήσεις του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 τρεις φορές μόνο μέσα στο 2012 (ν. 4038/2012, 4075/2012 και 4087/2012)!!!Φρονώ πως είναι αρκετές για να θεωρήσουμε ότι άφησε τη λέξη αυτή εκεί σκόπιμα…
Σε κάθε περίπτωση σαφής ορισμός της έννοιας των εργοδοτικών εισφορών δίνεται ρητά και πανηγυρικά στην ευρωπαϊκή νομοθεσία:
«Εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.12)
4.08 Ορισμός: Οι εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές είναι κοινωνικές εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης ή σε άλλα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση, με σκοπό να εξασφαλίσουν κοινωνικές παροχές για τους εργαζομένους τους». (παράρτημα Α, Κεφάλαιο 4 παράγραφος 4.08 του Κανονισμού υπ’ αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 174 της 26/06/2013 σ. 0001 – 0727).
Ο ανωτέρω ορισμός είναι, βεβαίως, προφανής αλλά ενισχύεται έτι περαιτέρω κατ’ αντιπαραβολή προς τον ορισμό, στο ίδιο νομοθέτημα, των υπολοίπων κοινωνικών εισφορών υπό τον όρο «κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών (D.61)»:
«4.100 Ορισμός: Οι πραγματικές κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών είναι κοινωνικές εισφορές που καταβάλλονται για δικό τους λογαριασμό από τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους ή τους μη απασχολούμενους στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης».
Εξ όλων των ανωτέρω καταδεικνύεται και σε νομικό επίπεδο αυτό που, ούτως ή άλλως, είναι προφανές και, πιθανότατα, δεν ήταν καν αναγκαίο να θεμελιωθεί με όλα τα παραπάνω: Ότι η λέξη «εργοδοτικές» ως προσδιοριστική των ασφαλιστικών εισφορών που περιγράφονται στον α.ν. 86/1967, αναφέρεται στις ασφαλιστικές εισφορές, που οφείλουν οι εργοδότες στα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων τους και όχι τις εισφορές που οφείλει κάθε αυταπασχολούμενος επαγγελματίας στο ασφαλιστικό ταμείο, που ασφαλίζεται ο ίδιος.
Η άσκηση ποινικής δίωξης βάσει του άρθρου 1 § 1 του α.ν. 86/1967 για τη μη καταβολή εισφορών επαγγελματιών προς το ασφαλιστικό τους ταμείο αποτελεί μη νόμιμη αναλογική εφαρμογή της εν λόγω διάταξης για πράξη που δεν προβλέπεται με αυτή. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Α.Π. σε Ολομέλεια δεν έχει δεχθεί ως νόμιμη την αναλογική εφαρμογή του άνω άρθρου σε περίπτωση πολύ πιο κοντινή (μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών προς το Ν.Α.Τ. βλ. ΑΠ Ολομ 587/1991, ΠοινΧρ ΜΑ’ σελ. 1120).
Συνεπώς, η αναλογική εφαρμογή της άνω ποινικής διάταξης κατά τον τρόπο αυτό, ήτοι για την ποινική δίωξη επαγγελματιών κάθε είδους για τη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών που οφείλουν για την ασφάλιση των ιδίων, η οποία δεν εμπίπτει στο πραγματικό της εφαρμοζομένης διάταξης, είναι απολύτως ανεπίτρεπτη και απαράδεκτη, καθώς αντίκειται σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές προστατευόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 5 § 3 και 7 § 1 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του Π.Κ. καθώς και το άρθρο 7 § 1 της Ε.Σ.Δ.Α.
Αθήνα, 13-3-2014
Κωνσταντίνος Αθ. Ζηκογιάννης
Δικηγόρος
Είναι κοινώς γνωστό ότι ο ΟΑΕΕ και παλιότερα το ΤΕΒΕ καταδιώκουν (και) ποινικά τους ασφαλισμένους τους για τη μη καταβολή εισφορών.
Θεωρώντας εξ ορισμού παράλογη αλλά και παράνομη την επένδυση της προσπάθειας διοικητικού καταναγκασμού προς είσπραξη με το μανδύα της ”ποινικής μεταχείρισης”, επιχείρησα να μελετήσω το νομικό πλαίσιο αυτής της ποινικής διαδικασίας.
Συνοπτικά το αποτέλεσμα ήταν το ακόλουθο:
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η διάταξη που εφαρμόζεται είναι αυτή του άρθρου 1 του α.ν. 86/2967, κατά ανεπίτρεπτη (κατά την άποψή μου) αναλογική επέκταση του πεδίου εφαρμογής της, όπως θεσπίζεται ρητά στο γράμμα αυτής, καθιστώντας απαράδεκτη κάθε τέτοια ποινική δίωξη ως αντικείμενη σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές προστατευόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 5 § 3 και 7 § 1 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του Π.Κ. καθώς και το άρθρο 7 § 1 της Ε.Σ.Δ.Α.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η διάταξη που εφαρμόζεται είναι αυτή του άρθρου 1 του α.ν. 86/2967, κατά ανεπίτρεπτη (κατά την άποψή μου) αναλογική επέκταση του πεδίου εφαρμογής της, όπως θεσπίζεται ρητά στο γράμμα αυτής, καθιστώντας απαράδεκτη κάθε τέτοια ποινική δίωξη ως αντικείμενη σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές προστατευόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 5 § 3 και 7 § 1 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του Π.Κ. καθώς και το άρθρο 7 § 1 της Ε.Σ.Δ.Α.
Παραθέτω αμέσως κατωτέρω αυτή τη μελέτη προκειμένου να μπορεί οποιοσδήποτε να τη δει και να τη χρησιμοποιήσει.
Πρέπει να επισημάνω τα εξής:
- Αναμένω και θα δεχθώ με χαρά κάθε αντίθετη άποψη προς συζήτηση και προβληματισμό. Πιθανότατα πολλοί νομικοί, επαρκέστεροι εμού, μπορούν είτε να αντιλέξουν είτε να ενισχύσουν τις απόψεις μου.
- Η μελέτη μου είναι στη διάθεση κάθε συναδέλφου δικηγόρου για να τη χρησιμοποιήσει, εάν το κρίνει σωστό. Αν μπορώ να συνεισφέρω σε αυτό, είμαι στη διάθεση κάθε συναδέλφου.
- Είναι επίσης στη διάθεση και οποιουδήποτε άλλου, αλλά πρέπει να επιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι η προβολή της χωρίς νομική συμπαράσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη και περίπλοκη.
- Σε κάθε περίπτωση είμαι ο ίδιος στη διάθεση οποιουδήποτε είτε για να τον υπερασπιστώ προσωπικά είτε για να εξηγήσω, στο μέτρο του δυνατού, πώς θα μπορούσε να προβάλλει κανείς και μόνος του το σχετικό ισχυρισμό ενώπιον Δικαστηρίου.
Ολόκληρο το κείμενο της μελέτης στο παρακάτω link:
Οδηγίες: Πατήστε στο link που σας οδηγεί σε μία κεντρική σελίδα της rapidshare. Εκεί πρέπει να πατήσετε το σύνδεσμο “TO DOWNLOAD” που θα σας οδηγήσει στην επόμενη σελίδα όπου βρίσκεται το αρχείο σε μορφή pdf. Πατώντας πάνω στο όνομα του αρχείου “ΟΑΕΕ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΕΣ ΟΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΩΞΕΙΣ” κατεβαίνει το αρχείο στον υπολογιστή σας.
ΠΗΓΗ : http://zikogiannis.blogspot.gr/
REBLOGGED - http://lawyalty.wordpress.com
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)